-
1 κεκραμένα
κεράννυμιmix: perf part mp neut nom /voc /acc plκεκραμένᾱ, κεράννυμιmix: perf part mp fem nom /voc /acc dualκεκραμένᾱ, κεράννυμιmix: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 κεκραμέν'
κεκραμένα, κεράννυμιmix: perf part mp neut nom /voc /acc plκεκραμένε, κεράννυμιmix: perf part mp masc voc sgκεκραμέναι, κεράννυμιmix: perf part mp fem nom /voc plκεκραμένᾱͅ, κεράννυμιmix: perf part mp fem dat sg (doric aeolic) -
3 κεκραμένας
κεκραμένᾱς, κεράννυμιmix: perf part mp fem acc plκεκραμένᾱς, κεράννυμιmix: perf part mp fem gen sg (doric aeolic) -
4 κεκραμέναν
κεκραμένᾱν, κεράννυμιmix: perf part mp fem acc sg (doric aeolic) -
5 εἰλι-κρινής
εἰλι-κρινής, ές (εἵλη, also richtiger εἱλικρινής, wie sich in den mss. des Plat. oft findet, s. Schneider zu Plat. Rep. II p. 123), eigtl. = am Sonnenlicht betrachtet, genau geprüft u. ächt befunden, übh. = rein, tadellos; τὸ καϑαρόν τε καὶ εἰλ. Plat. Phil. 52 d; Conv. 211 e; τὸ ἐντὸς ἡμῶν πῦρ εἰλ. ἐποίησαν Tim. 45 b; διάνοια Phaed. 66 a; ψυχή 81 c; τέρψεις, reine Freuden, Isocr. 1, 46; διὰ τὸ εἰλικρινῆ τὰ φῠλα εἶναι, unvermischt, Xen. Cyr. 8, 5, 14; von Farben, im Ggstz von κεκραμένα ἑτέροις, Theophr.; – ὄντος φωτὸς εἰλικρινοῠς Pol. 8, 33, 1; vom Golde, Poll. 7, 98; – sonnenklar, deutlich, ἀδικία Xen. Hem. 2, 2, 3, einzeln bei Sp. – Adv. εἰλικρινῶς, Plat. Conv. 181 c u. öfter.
-
6 κεκραμέναι
κεράννυμιmix: perf part mp fem nom /voc plκεκραμένᾱͅ, κεράννυμιmix: perf part mp fem dat sg (doric aeolic) -
7 κίρναμι
κίρναμι (κίρνᾰμεν; κιρνᾰμεν: med. & pass. κίρνᾰται; κιρνᾰμένα: pf. κέκρᾶται; κεκρᾶμένον m., n. acc., - ᾶμέν(α) n. acc. codd.)1 blend of liquids.a deriving from the metaphor of a mixing-bowl of song, presented by the poet to the victor. ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι, κιρναμένα δ' ἔερσ ἀμφέπει πόμ ἀοίδιμον i. e. foam from blending N. 3.78 μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων (Tric.: κιρνάμεναι codd.) I. 5.25θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν Λάμπωνος εὐαέθλου γενεᾶς ὕπερ I. 6.3
ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181.*b of blood. ] ἐνέπισε κεκραμέν' ἐν αἵματι (ἐν del. Heringa: κεκραμένον Zuntz: κεκραμένα ἐν codd.) fr. 111. 1. met. συμβαλεῖν μὲν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος i. e. blood blended by descent from the Spartan Peisandros and the Theban Melanippos N. 11.36c pf. pass. met., be associated with ἀρετᾷ κεκραμένον καθαρᾷ (sc. πλοῦτον) P. 5.2 παῖδ' ἐρατὸν δ Ἀρχεστράτου αἴνησα ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρᾳ τε κεκραμένον endowed with O. 10.104 νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ affect P. 10.41 -
8 κρίνω
κρῑνω ( κρίνει: aor. ἔκρῖνας: pass. κρίνεται: aor. κρᾰθη, κρᾰθεν; κρᾰθείς: pf. κέκρᾰται: κεκρᾰμένων, κεκρᾰμένα, -μέναι.)a decide, judgeπότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.40
Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας, ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς, οὕνεκεν ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.35
pass., be brought to a decision, ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός ( having passed the crisis, a medical met., cf. van Brock, Le Vocabulaire Médical, Paris, 1961, 214) N. 4.1b allot pass.ἤτοι βροτῶν γε κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31
τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη P. 8.84
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
pf. part. διείργει δὲ (sc. ἄνδρας καὶ θεοὺς)πᾶσα κεκριμένα δύναμις N. 6.2
τιμαὶ δὲ βροτοῖσι κεκριμέναι Παρθ. 1. 7.c pass., part σύνθεσιν ταύταν ἐπαινήσαντες οἱ μὲν κρίθεν sc. Jason and Pelias P. 4.168d pass., be distinguishedπαῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης N. 7.7
-
9 εἰλικρινής
εἰλικριν-ής, ές,A unmixed, without alloy, pure,ἐκ πυρὸς τοῦ -εστάτου καὶ ὕδατος Hp. Vict.1.35
; θέρμη, ψῦξις, Id.VM19; διὰ τὸ εἰλικρινῆ ἕκαστα εἶναι (sc. τὰ φῦλα) distinct and separate, X.Cyr.8.5.14;εἴ τῳ γένοιτο αὐτὸ τὸ καλὸν ἰδεῖν εἰ., καθαρόν, ἄμεικτον Pl.Smp. 211e
; τὸ ἧττον εἰ., opp. τὸ καθαρώτερον, Arist.Mete. 340b8;τῶν χρωμάτων οὐδὲν ὁρῶμεν εἰ. οἷόν ἐστιν, ἀλλὰ πάντα κεκραμένα Id.Col. 793b13
;τὸ λευκὸν [μέλι] οὐκ ἐκ θύμου εἰλικρινοῦς Id.HA 627a3
;εἰ. καὶ ἀμιγής Id.de An. 426b4
;ἐν μεγάλῳ εἰ. καὶ κενῷ Epicur.Ep.2p.37U.
(fort. καὶ εἰ.); τὸ ἓν εἰ. καὶ καθαρόν Plu. 2.393c
.2 pure, simple, absolute, αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος the pure and absolute intellect, Pl.Phd. 66a; ψυχὴν αὐτὴν καθ' αὑτὴν εἰ. ἀπαλλάξεσθαι ib. 81c; γνωσόμεθα.. πᾶν τὸ εἰ. the pure and absolute, ib. 67b; τὸ καθαρόν τε καὶ εἰ. Id.Phlb. 52d;τὰς τέρψεις εἰ. ἀποδιδόναι Isoc.1.46
; ἡδονὴ εἰ. Arist.EN 1176b20;εὐπορία -εστάτη Epicur.Sent.14
; also of evil things, sheer, absolute,ἀδικία X.Mem.2.2.3
.3 sincere, (Didyma, iii B. C.); εὔνοια ib.763.41 (Milet., ii B. C.); of persons, Ep.Phil.1.10. Adv. - (i B. C.).II Adv. - νῶς without mixture, of itself, simply, absolutely,διὰ τὸ εἰ. εἶναι Ἕλληνας καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Pl.Mx. 245d
; τὸ εἰ. ὄν absolute being, Id.R. 477a;εἰ. ὑπὸ τοῦ ἔρωτος ὡρμημένους Id.Smp. 181c
;εἰ. ὅλον λευκόν Arist.Ph. 187b4
; without qualification, -νῶς Ταραντῖνοι Arr.Tact. 4.6
: [dialect] Ion. [suff] εἰλικριν-έως, κρίνεσθαι to have a clear crisis, Hp.Epid.4.7.—The word is confined to Prose.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰλικρινής
-
10 εἰλικρινής
εἰλι-κρινής, ές, eigtl. = am Sonnenlicht betrachtet, genau geprüft u. echt befunden, übh. = rein, tadellos; τέρψεις, reine Freuden; διὰ τὸ εἰλικρινῆ τὰ φῠλα εἶναι, unvermischt; von Farben, im Ggstz von κεκραμένα ἑτέροις; vom Golde; sonnenklar, deutlich
См. также в других словарях:
κεκραμένα — κεράννυμι mix perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκραμένᾱ , κεράννυμι mix perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκραμένᾱ , κεράννυμι mix perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκραμέν' — κεκραμένα , κεράννυμι mix perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκραμένε , κεράννυμι mix perf part mp masc voc sg κεκραμέναι , κεράννυμι mix perf part mp fem nom/voc pl κεκραμένᾱͅ , κεράννυμι mix perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκραμένας — κεκραμένᾱς , κεράννυμι mix perf part mp fem acc pl κεκραμένᾱς , κεράννυμι mix perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκραμέναν — κεκραμένᾱν , κεράννυμι mix perf part mp fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MESOMEDES — Cretensis, poeta Adriano principi carissimus, scripsit in laudem Antinoi liberti eius. Suidas. Meminit eius Eusebius quoque in Chron. Μεσομήδης ὁ Κρὴς κιθαρωδικῶν νόμων μουσικὸς ποιητὴς γνωρίζεται, ubi κιθαρῳδικῶν νόμων ποιητης, est canticorum… … Hofmann J. Lexicon universale
κεκραμέναι — κεράννυμι mix perf part mp fem nom/voc pl κεκραμένᾱͅ , κεράννυμι mix perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)